ΕΝΩΡΙΣ εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μονός την έστησα :
Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίες
ένα-ένα μου πήρες τα πουλιά -
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω ;
Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνια
που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα
και δαγκώθηκα τόσο βαθιά
που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά
και να στάζει απ' το μέλλον μου.
Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχος
και τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μου
και του μίλησα τόσο απαλά που αργά τα μάτια του άνοιξαν
και σταλάξανε τη δροσιά
στο χώμα που ήμουν ο ένοχος.
Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα
με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά
και το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριά
που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν
και γεννήσανε πάλι τα ορατά.
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω ;
Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και λαχτάρησαν τα σωθικά μου
ένα-ένα μου γύρισαν τα πουλιά !
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου