The sound of running water galvanizes the wound I endure Since we met No remedy could heal my injury The key to my vital health Is with you Unlock my bereavement With your little smile
Intrinsically, I secure Intransigently, I adore That sweet little smile Am I an impudent?
My mind is implacable My words could be heretical
Your sweet little smile A mamba How to revive me?
Send me a love Inundate my conundrum a biorhythm
I’m falling into a hosanna Send me a love Incinerate my Draconian concatenation Canalize the river of longing Your sweet little smile Astounds my lurid heart
No smoke without you, my fire. After you left, your cigarette glowed on in my ashtray and sent up a long thread of such quiet grey I smiled to wonder who would believe its signal of so much love. One cigarette in the non-smoker's tray. As the last spire trembles up, a sudden draught blows it winding into my face. Is it smell, is it taste? You are here again, and I am drunk on your tobacco lips. Out with the light. Let the smoke lie back in the dark. Till I hear the very ash sigh down among the flowers of brass I'll breathe, and long past midnight, your last kiss.
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ” τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: «σώπα». Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!» Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, «θα βρεις το μπελά σου, σώπα». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα» Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα». Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα» $Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα». και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μ ας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Εύκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς , χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα “θελα να μιλήσω ο κερατάς. και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα ,
Έχοντας πήξει όσο ποτέ στο παρελθόν ανάμεσα στην εργασία μου για το πανεπιστήμιο τα ταξίδια για επαγγελματικούς σκοπούς και μια ξεγυρισμένη βρογχίτιδα παραμέλησα κάπως το μπλογκ.
Σήμερα πήρα μια βαθιά ανάσα ... από αύριο ξανά στους φυσιολογικούς ρυθμούς.
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.